σποραδικός — ή, ό / σποραδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σποράς, άδος] 1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.) 2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε… … Dictionary of Greek
σποραδικά — σποραδικός scattered neut nom/voc/acc pl σποραδικά̱ , σποραδικός scattered fem nom/voc/acc dual σποραδικά̱ , σποραδικός scattered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικῶν — σποραδικός scattered fem gen pl σποραδικός scattered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικόν — σποραδικός scattered masc acc sg σποραδικός scattered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικοῖς — σποραδικός scattered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικοῦ — σποραδικός scattered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικούς — σποραδικός scattered masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποραδικῶς — σποραδικός scattered adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek
спорадические явления — (иноск.) одиночные, случайные (не повальные о болезнях); намек на спорады звезды, рассеянные вне созвездий Ср. σποραδικός (σποράς, рассеянный σπείρω, сею, рассыпаю семена) рассеянный, одинокий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона